Εβραίοι

Εβραίοι
Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα που προήλθε από τον Ιακώβ-Ισραήλ, και από τους χρόνους του Ιερεμία (6ος αι. π.Χ.). Ονομάζονταν επίσης Ιουδαίοι, όνομα που αναφερόταν αρχικά σε όσους ανήκαν στη φυλή Ιούδα, αλλά από την εποχή εκείνη έγινε συνώνυμο με τα ονόματα Ε. και Ισραηλίτες. Οι κάτοικοι του σημερινού κράτους Ισραήλ (βλ. λ.) λέγονται Ισραηλινοί. Οι σημερινοί Ε. δεν ανήκουν σε έναν μόνο φυλετικό τύπο, καθορισμένο μορφολογικά και γενετικά έτσι ώστε να αποτελεί εβραϊκή φυλή· ούτε και φαίνεται εύκολο να καθοριστεί θετικά ποιος υπήρξε ο γνήσιος αρχικός τύπος που προηγήθηκε της διασποράς. Πάντως πρέπει να διακρίνουμε τις ομάδες των Ε. που έμειναν στην Ασία από εκείνες που μετανάστευαν προς την Αφρική και την Ευρώπη. Οι τελευταίες υποδιαιρούνται σε δύο μεγάλα ρεύματα: τους Σεφαρδίμ (ή Σεφαρδίτες), που κατευθύνθηκαν προς την Ισπανία και ύστερα κατέφυγαν, κυρίως μετά την εκδίωξη των Μαυριτανών, στην Ιταλία, στην κεντρική Ευρώπη και στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και τους Ασκεναζίμ, που κατευθύνθηκαν προς την κεντρική Ευρώπη. Οι Σεφαρδίμ μιλούν τη γλώσσα της χώρας που τους φιλοξενεί, ενώ οι Ασκεναζίμ μιλούν δική τους γλώσσα, τη γίντις. Θρησκεία. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της εβραϊκής θρησκείας είναι ο μονοθεϊσμός, ο οποίος νοείται υπό την πιο αυστηρή σημασία του «ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού» και εφαρμόζεται σε κάθε πράξη του ηθικού βίου. Κοινή και στους άλλους σημιτικούς λαούς, η έννοια του μοναδικού θεού βρίσκει την πλήρη πραγματοποίησή της μόνο στους Ε., όσο συχνή και αν υπήρξε ακόμα και σε αυτούς η λατρεία προς διάφορους θεούς. Αποφασιστική σημασία για την ιστορία των Ε. είχε η απελευθέρωσή τους από τον ζυγό των Αιγυπτίων. Αφότου πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα, οι Ε. ήταν νέος λαός, γιατί η παραχώρηση του νόμου (Δεκάλογος) από τον Θεό τον εξύψωσε σε «βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον». Οι Ε. γνώριζαν πλέον με ακρίβεια το θέλημα του Θεού και ανέλαβαν την υποχρέωση να υπακούουν σε αυτό. Η διαθήκη μεταξύ του Θεού και του λαού του Ισραήλ επικυρώθηκε στο πρόσωπο του Δαβίδ, με την υπόσχεση μιας αιώνιας βασιλείας, καθώς από το γένος του θα προερχόταν ο Μεσσίας. Την αναμονή του Μεσσία, την υπακοή στον λόγο του Θεού με ειλικρινή λατρεία που βασίζεται στον ηθικό βίο κήρυσσαν οι προφήτες, στους οποίους ο Θεός ανακοίνωνε τα μυστικά του, με σκοπό να καθοδηγούν τον λαό και να τον υποστηρίζουν στις καλές και στις κακές στιγμές. Οι προφήτες ήταν οι πιο άμεσοι συνεχιστές του έργου του Μωυσή και με τη διδασκαλία τους έτειναν να εσωτερικεύσουν την εβραϊκή θρησκεία και να την κάνουν τροφή της ψυχής του πιστού, για να μην αθετήσει τη διαθήκη του με τον Γιαχβέ (εβραϊκή προσωνυμία του Θεού). Οι προφήτες, που εμφανίστηκαν σε κρίσιμες στιγμές του εβραϊκού λαού, τόνιζαν ότι οι ηθικές αρετές είχαν σπουδαιότερη σημασία από τους εξωτερικούς τύπους λατρείας και αυτές θα μπορούσαν να παρηγορήσουν και να ενισχύσουν τις ψυχές στις δύσκολες στιγμές. Αυτός ο άκαμπτος τρόπος σκέψης τους, η παρουσίαση της αμαρτίας με τόσο δραματικό τρόπο και η επακόλουθη αναγκαία εξιλέωση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συσπείρωση όλων κατά την ώρα της δοκιμασίας. Έτσι, κατά τη διάρκεια των δραματικών ετών της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας, ο λαός του Ισραήλ μπορούσε να ατενίζει με ελπίδα και εμπιστοσύνη το μέλλον και να μένει πιστός στον Θεό του, ακόμα και όταν δεν μπορούσε να προσφέρει τη λατρεία, που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την άγια γη και τον Ναό. Τότε άρχισε να αναπτύσσεται η ευσέβεια εκείνη που έμελλε να αντικαταστήσει τις αιματηρές θυσίες με τη μελέτη του νόμου και να θεωρήσει την προσευχή ως «θυσία χειλέων» δεκτή το ίδιο, αν όχι περισσότερο, από τον Θεό. Κέντρο της λατρείας υπήρξε πρωταρχικά η Σκηνή του Μαρτυρίου, που περιλάμβανε στο άδυτο και ιερότερο μέρος της την Κιβωτό της Διαθήκης και κατά συνέπεια αντιπροσώπευε την κατοικία του Θεού ανάμεσα στον λαό του. Η Σκηνή του Μαρτυρίου ακολούθησε τον λαό του Ισραήλ κατά τη διάρκεια της νομαδικής ζωής του και μετά την άφιξη στη Γη της Επαγγελίας παρέμεινε σε διάφορα μέρη, μέχρις ότου τελικά ο Δαβίδ να τη μεταφέρει στην Ιερουσαλήμ, χτίζοντας θυσιαστήριο στον τόπο εκείνο όπου ο Σολομών οικοδόμησε αργότερα τον περίφημο Ναό του. Αυλές και κιονοστοιχίες περιέβαλλαν το καθαυτό αγιαστήριο, που ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη: τον προθάλαμο, το ιερό –στο οποίο υπήρχαν η επτάφωτη λυχνία, οι άρτοι της πρόθεσης και το θυσιαστήριο του θυμιάματος– και, τέλος, χωρισμένο με ένα ή περισσότερα παραπετάσματα, το άγιο των αγίων, στο οποίο βρισκόταν η Κιβωτός της Διαθήκης. Έτσι ο Ναός της Ιερουσαλήμ επιβλήθηκε ως ιερό και έγινε ο μοναδικός τόπος νόμιμης λατρείας. Τον κατέστρεψε ο Ναβουχοδονόσορ, τον έχτισε ξανά ο Ζοροβάβελ μετά την επιστροφή του από την αιχμαλωσία, ενώ τον μεγάλωσε και τον πλούτισε ο Ηρώδης Α’ ο Μέγας. Οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν αυτό τον δεύτερο ναό το 70 μ.Χ. Κατά την πατριαρχική περίοδο (περ. 2000-1500 π.Χ.), ιερατικά καθήκοντα εκτελούσε ο ίδιος ο αρχηγός της οικογένειας. Το καθαυτό ιερατείο αναπτύχθηκε σε ένα πιο προχωρημένο κοινωνικό στάδιο. Ήταν προνόμιο της φυλής Λευί, την οποία είχε λάβει ο Γιαχβέ αντί των πρωτότοκων του λαού του Ισραήλ. Η φυλή αυτή δεν είχε κτήσεις γης, γιατί ο Κύριος ήταν η κληρονομιά τους. Ο ιερέας ασκούσε το λειτούργημα του μεσολαβητή μεταξύ Θεού και ανθρώπων, το οποίο πήρε διάφορες μορφές και δέχτηκε τροποποιήσεις με την πάροδο του χρόνου. Επίσης, σημαντική θέση κατείχε το έργο της ερμηνείας των χρησμών, αλλά αυτό έπαψε να υφίσταται μετά την αιχμαλωσία. Στους ιερείς απέμεινε το έργο της διδασκαλίας του λαού, της ερμηνείας του νόμου (Τορά) και κυρίως της προσφοράς θυσιών και ιδιαίτερα της συλλογής του αίματος, με το οποίο ράντιζαν το θυσιαστήριο και τον λαό. Η διάκριση ανάμεσα σε ιερείς και λευίτες (οι τελευταίοι αντιμετωπίζονταν ως άτομα κατώτερης τάξης) χρονολογείται από την εποχή της αιχμαλωσίας. Κεντρική πράξη της λατρείας ήταν οι θυσίες που είχαν διάφορες μορφές. Κατά το ολοκαύτωμα το θύμα καιγόταν, αφού προηγουμένως αυτός που προσέφερε τη θυσία έβαζε τα χέρια του πάνω σε αυτό. Παράλληλα με τη θυσία αυτή γινόταν και προσφορά αλευριού εμποτισμένου με λάδι και σπονδή κρασιού. Στις ειρηνικές θυσίες –που προσφέρονταν σε ένδειξη ευχαριστίας για λόγους ευλάβειας ή ευχής– ένα μέρος, το μερίδιο του Κυρίου, καιγόταν στο θυσιαστήριο, ένα δεύτερο προοριζόταν για τον ιερέα και ένα τρίτο για εκείνον που έκανε την προσφορά. Άλλα είδη θυσιών είχαν, αντίθετα, ως σκοπό τους να επανορθώσουν διαπραχθέντα αμαρτήματα. Προσφέρονταν επίσης καρποί, ψωμί, θυμίαμα κλπ. Οι προσφορές συνοδεύονταν με προσευχές, που σιγά-σιγά οργανώθηκαν σε σταθερές μορφές. Η πιο γνωστή συλλογή προσευχών είναι οι Ψαλμοί, ένα μέρος των οποίων μπήκε στη λειτουργική πρακτική. Κεφαλαιώδη σημασία είχε για τους Ε. το Σάββατο, ημέρα απόλυτης ανάπαυσης αφιερωμένη στον Κύριο και σημείο της διαθήκης ανάμεσα σε αυτόν και τον λαό του· η τήρησή του εξασφάλιζε τη σωτηρία. Όταν οι Ε. εγκαταστάθηκαν στη Γη Χαναάν και εγκατέλειψαν τον νομαδικό βίο, υιοθέτησαν το τοπικό εορταστικό –γεωργικού χαρακτήρα– ημερολόγιο, προσαρμόζοντάς το στις δικές τους θρησκευτικές απαιτήσεις και δίνοντας στις γιορτές μία ερμηνεία αναμνηστική των κυριότερων γεγονότων του έθνους τους. Το έτος ήταν διαιρεμένο σε δύο μέρη, που άρχιζαν αντίστοιχα με την ανοιξιάτικη γιορτή του Πάσχα και με τη φθινοπωρινή της σκηνοπηγίας. Μέρος του φθινοπωρινού κύκλου αποτελούσε η ημέρα του εξιλασμού, κατά την οποία νήστευαν και γιόρταζαν τη θυσία του αποδιοπομπαίου τράγου. Κάθε επτά χρόνια συνέπιπτε το σαββατικό έτος, τα σάββατα της γης, κατά το οποίο δεν καλλιεργούσαν καθόλου τους αγρούς (αγρανάπαυση). Την έλλειψη γεωργικής παραγωγής αναπλήρωναν με αποθέματα που είχαν φυλάξει από τα προηγούμενα έτη. Κάθε πενήντα χρόνια συνέπιπτε το ιωβηλαίο (έτος άφεσης) που ονομάστηκε έτσι από τη λέξη γιοβέλ, τη σάλπιγγα που ανήγγελλε το έτος αυτό. Διατάξεις οικονομικοκοινωνικού χαρακτήρα, όπως η απελευθέρωση των δούλων, η παραγραφή των χρεών και η επαναπόδοση των γαιών που είχαν αγοραστεί παλαιότερα χωρίς αποζημίωση από αυτόν που τις ξαναέπαιρνε, συντελούσαν στη γενική ανανέωση της εβραϊκής κοινωνίας. Παράλληλα με τον γραπτό νόμο (Τορά), αναπτύχθηκε με την πάροδο του χρόνου μία παράδοση, η οποία κατά ένα μέρος ερμήνευε τον νόμο και κατά ένα άλλο συγκέντρωνε έθιμα που είχαν δημιουργηθεί και εφαρμόζονταν παράλληλα με τον γραπτό νόμο. Θεματοφύλακες της παράδοσης αυτής ήταν την εποχή των Μακκαβαίων (160 π.Χ.) οι Φαρισαίοι. Αυτοί ήταν αντίθετοι με την κοσμική συμπεριφορά και τα διεφθαρμένα ήθη της αυλής των Ασμοναίων και των αρχιερέων, οι οποίοι προσάρμοζαν συνεχώς τις διατάξεις του Τορά ανάλογα με τις περιστάσεις. Εκείνη την περίοδο άρχισε να διαδίδεται η πίστη στη μετά θάνατο ανταπόδοση, στην αθανασία της ψυχής και στην τελική κρίση. Μία χωριστή ομάδα αποτελούσαν οι Εσσαίοι ή Εσσηνοί. Ζούσαν σε κοινοβιακά μοναστήρια, στα οποία επικρατούσαν αυστηροί κανόνες που συνδύαζαν τη μεγάλη τελετουργική αγνότητα με την ήρεμη εσωτερική ευσέβεια. Ο Φίλων ο Ιουδαίος, ο Αλεξανδρεύς (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), θεολόγος και φιλόσοφος, προσπάθησε να επιτύχει τη συνένωση της φιλοσοφικής αλήθειας με την αποκάλυψη, εφαρμόζοντας στην Αγία Γραφή την αλληγορική μέθοδο. Επίσης, και σε όλες τις άλλες χώρες που φιλοξενούσαν ομάδες Ε. είχαν ιδρυθεί συναγωγές και σχολές, που διατηρούσαν ζωντανή την κληρονομιά της αποκάλυψης και της παράδοσης της πατρίδας. Οι συναγωγές και οι σχολές αυτές απέκτησαν μεγάλη σπουδαιότητα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.), όταν έπαψε πλέον οριστικά να υπάρχει το εβραϊκό κέντρο θρησκευτικής λατρείας. Κυνηγημένοι από τους χριστιανούς και από τους οπαδούς του ζωροαστρισμού, οι Ε. βρήκαν πάλι ελευθερία υπό το μουσουλμανικό χαλιφάτο. Πιο δύσκολο υπήρξε για την εβραϊκή θρησκεία να βρει μία θέση στα νέα βασίλεια της δυτικής Ευρώπης, που είχαν αναδυθεί από τα ερείπια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά η διασπορά είχε βαθιές ρίζες και οι διάφορες ομάδες κατόρθωσαν να διατηρήσουν, παρά τις αντιξοότητες, την καθαρή φυσιογνωμία τους και να δώσουν νέα τροφή στις θεολογικές μελέτες, όπως μαρτυρεί το Ζοχάρ, η ευρωπαϊκή Καββάλα, η ελεύθερη σχολή του Βερολίνου, η Εταιρεία των Φίλων της Μεταρρύθμισης της Φρανκφούρτης και αναρίθμητα άλλα ιδρύματα και οργανώσεις. Όλη αυτή η δραστηριότητα υπήρξε το κίνητρο που ώθησε τον ιδιότυπο αυτό λαό να ιδρύσει μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το νέο κράτος του Ισραήλ και να δώσει στη θρησκεία τον αρχαίο ναό των πατέρων του. Ιστορία. Η ιστορία των Ε. αρχίζει από τη δημιουργία μιας αποκλειστικά δικής τους πολιτικής οντότητας, δηλαδή με την εγκατάστασή τους στην Παλαιστίνη και την ίδρυση της ενότητας των δώδεκα φυλών. Οι παραδόσεις που αναφέρονται στους πατριάρχες (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ), δηλαδή τους κοινούς προγόνους των δώδεκα φυλών, ανάγονται στη 2η χιλιετία π.Χ. και παρουσιάζουν τους προγόνους των Ε. να περιφέρονται σαν νομάδες βοσκοί κατά μήκος των εύφορων περιοχών, που αρχίζουν από τη Μεσοποταμία και, περνώντας από τη Συρία και την Παλαιστίνη, φτάνουν έως την Αίγυπτο. Θεμελιώδη σπουδαιότητα έχει η παράδοση που αφορά τη διαμονή τους στην Αίγυπτο, κάτι που μαρτυρείται από τα κείμενα εκείνης της εποχής. Πράγματι, αναφέρεται ότι οι Ασιάτες μετανάστες (χαμπιρού) πήγαι ναν στην Αίγυπτο, όπου ασχολούνταν με διάφορες εργασίες. Έτσι και η περίπτωση των Ε. είναι μία από τις πολλές που είχαν διαπιστωθεί την εποχή εκείνη. Η Έξοδος φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε την εποχή βασιλείας του φαραώ Ραμσή (1290-1224 π.Χ.). Η εγκατάσταση των φυλών στην Παλαιστίνη αναφέρεται στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή κατά τρόπο πρόδηλα απλοποιημένο: οι φυλές, ενωμένες πλέον, εισέβαλαν στη Γη της Επαγγελίας και την κατέκτησαν. Ωστόσο, φαίνεται πιθανότερο η ένωση να πραγματοποιήθηκε μετά την εγκατάσταση των νομαδικών φυλών στην Παλαιστίνη και αυτό να συνέβη κατά τη διάρκεια μακράς σχετικά περιόδου –ολόκληρο τον 13ο αι. π.Χ. – με την κατάληψη των εδαφών αυτών, που ακόμη δεν τα είχαν εκμεταλλευτεί οι κάτοικοι των πόλεων. Χάρη στην καλή οχύρωσή τους, οι πόλεις παρέμειναν ανεξάρτητες για μεγάλο ακόμα διάστημα· από τους Ε. κατακτήθηκαν αργότερα. Όσον αφορά την εγκατάσταση των διαφόρων φυλών, φαίνεται ότι εξελίχθηκε σε δύο κύρια κύματα. Πρώτα συνενώθηκαν οι φυλές της ομάδας της Λείας (Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδας, Ζαβουλών, Ισσάχαρ), οι οποίες σχημάτισαν ενιαία ομάδα. Ακολούθησαν οι φυλές της ομάδας της Ραχήλ (Βενιαμίν, Μανασσής, Εφραίμ), που εισέβαλαν από την Ανατολή. Στην τελευταία αυτή εγκατάσταση φαίνεται πως αναφέρεται κυρίως η παράδοση στο βιβλίο του Ιησού του Ναυή. Για μία μάλλον μεγάλη περίοδο (12ος-11ος αι. π.Χ.), οι εβραϊκές φυλές δεν είχαν ενιαία πολιτική οργάνωση. Η περίοδος αυτή είναι η λεγόμενη των Κριτών, στρατιωτικών αρχηγών που εκλέγονταν σε στιγμές μεγάλης ανάγκης για να αποκρούσουν εχθρικές επιθέσεις, χωρίς ωστόσο να έχουν εξουσία πάνω στο σύνολο της ένωσης, η οποία είχε χαρακτήρα αποκλειστικά πνευματικό. Ήταν ένα είδος αμφικτιονίας, που ασκούσε κοινή λατρεία μίας θεότητας (του Γιαχβέ). Ο αριθμός των φυλών (πάντοτε δώδεκα, παρότι ποίκιλλαν ελαφρά οι φυλές) συνδεόταν με ένα λατρευτικό λειτούργημα, άσχετο με την πολιτική πραγματικότητα. Κέντρο της ένωσης ήταν η Κιβωτός της Διαθήκης, η οποία όμως δεν είχε σταθερή έδρα. Κατά την περίοδο των Κριτών, οι εβραϊκές φυλές ενίσχυσαν την κατοχή του εδάφους τους με συνεχείς αγώνες κατά των κατοίκων των πόλεων (Χαναναίων) και κατά των γύρω τους πληθυσμών. Σοβαρός κίνδυνος για την ανεξαρτησία των φυλών εμφανίστηκε στις αρχές του 10ου αι. π.Χ., όταν βρέθηκαν υποχρεωμένες να αντιμετωπίσουν την προέλαση των Φιλισταίων, οι οποίοι νίκησαν επανειλημμένα τα στρατεύματα της ένωσης και πήραν τον έλεγχο της Παλαιστίνης. Στην περίπτωση αυτή φάνηκε ανάμεσα στους Ε. ένας νέος στρατιωτικός ηγέτης, ο Σαούλ, που η εξουσία του, ανάλογη στην αρχή με εκείνη των Κριτών, ενισχύθηκε με την αναγόρευσή του σε βασιλιά από τον λαό. Το βασίλειο του Σαούλ ήταν απλό στην οργάνωσή του και η διάρκειά του υπήρξε σύντομη. Πράγματι, οι Φιλισταίοι, που είχαν διωχτεί από αυτόν έξω από το εβραϊκό έδαφος, ξανάρχισαν τις επιθέσεις και νίκησαν σε μάχη τον Σαούλ, ο οποίος αυτοκτόνησε (περίπου το 1000 π.Χ.). Ο Δαβίδ (1000-961 π.Χ.), παλιός ακόλουθος του Σαούλ, είχε στο μεταξύ κατορθώσει να αποκτήσει κάποια εξουσία ως αρχηγός μισθοφόρων στην υπηρεσία των Φιλισταίων. Μετά τον θάνατο του Σαούλ, αναγορεύτηκε βασιλιάς από τις νότιες φυλές και διεύρυνε ύστερα την εξουσία του σε όλο το εβραϊκό έδαφος, εξουδετερώνοντας τους οπαδούς του Σαούλ. Αφού νίκησε ταχύτατα τους Φιλισταίους και τους υπόλοιπους γειτονικούς λαούς, ο Δαβίδ διεύρυνε και σταθεροποίησε σε αξιοσημείωτο βαθμό τις κτήσεις του, που περιέλαβαν όχι μόνο τα εδάφη των εβραϊκών φυλών αλλά και εκείνα των χανανιτικών πόλεων, των Αραμαίων στα Β, των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών στα Α και των Ιδουμαίων στα Ν. Αφού κατέκτησε την Ιερουσαλήμ (που μέχρι τότε την κατείχαν οι Χαναναίοι), την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του και εγκατέστησε εκεί την αυλή του. Οργάνωσε, επίσης, κατά το πρότυπο των χανανιτικών πόλεων-κρατών, το σύνολο του κράτους του, που τώρα πια δεν είχε μεγάλη σχέση με την παλιά ένωση των νομαδικών φυλών, δίνοντάς του σταθερή μορφή. Το τέλος της βασιλείας του Δαβίδ χαρακτηρίζεται από αγώνες για τη διαδοχή, που τελικά περιήλθε με ραδιουργίες των ανακτόρων στον Σολομώντα (961-922 π.Χ.). Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Σολομών, εξουδετέρωσε κάθε αντίδραση και διατήρησε ισχυρό το κράτος. Δεν φαίνεται να μεγάλωσε τις κατακτήσεις του πατέρα του, αλλά, αντίθετα, τα εδάφη που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του περιορίστηκαν, γιατί οι Αραμαίοι της Δαμασκού έγιναν ανεξάρτητοι. Οι μεγαλύτερες όμως επιχειρήσεις της βασιλείας του Σολομώντα ήταν τα αρχιτεκτονικά έργα (περίφημος ήταν ο Ναός της Ιερουσαλήμ, έργο Φοινίκων καλλιτεχνών) και το εμπόριο, που διεξαγόταν από τη θάλασσα και από τους δρόμους των καραβανιών, κυρίως προς τη νότια Αραβία. Στον Σολομώντα επίσης οφείλονται μία πιο άκαμπτη οργάνωση της κρατικής διοίκησης με την εγκαθίδρυση γραφειοκρατικού μηχανισμού, η διαίρεση του εδάφους σε διοικητικά διαμερίσματα και η αύξηση της φορολογίας και της εργασίας που έπρεπε να προσφέρουν οι πολίτες. Όλα αυτά προκάλεσαν δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα στις φυλές του βορρά. Μετά τον θάνατο όμως του Σολομώντα, ενώ ο γιος του, Ροβοάμ, ανέβηκε εύκολα στον θρόνο της Ιερουσαλήμ διατηρώντας τον έλεγχο του νότιου τμήματος του βασιλείου (Ιούδα), οι βόρειες φυλές αποτέλεσαν αυτόνομη πολιτική οντότητα (Ισραήλ) με δικό τους βασιλιά. Τα δύο διαιρεμένα βασίλεια δεν ασκούσαν πια στη συροπαλαιστινιακή ζώνη την κυριαρχία που είχαν ασκήσει οι βασιλιάδες Δαβίδ και Σολομώντας και η δύναμή τους ήταν περιορισμένη. Το βασίλειο του Ισραήλ, στην πρώτη φάση της ύπαρξής του, δεν είχε ούτε μόνιμη πρωτεύουσα ούτε δυναστεία που να βασίλευε συνέχεια. Αντίθετα, διάφοροι ηγεμόνες κατόρθωσαν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον ύστερα από αγώνες και συνωμοσίες. Πραγματικός ιδρυτής του κράτους Ισραήλ υπήρξε ο Αμβρί (881-870 π.Χ.), στρατιωτικός ο οποίος αφού κατέλαβε τον θρόνο κατόρθωσε να τον ενισχύσει ιδρύοντας μία πρωτεύουσα (Σαμάρεια), αγωνιζόμενος κατά των Αραμαίων και των Μωαβιτών και συμμαχώντας με τους Φοίνικες της Τύρου. Οι απόγονοι του Αμβρί διατηρήθηκαν για μερικά χρόνια στον θρόνο της Σαμάρειας, ώσπου η δυσαρέσκεια του πληθυσμού για την αντιγιαχβική θρησκευτική πολιτική –οι φοινικικές θρησκείες είχαν εισδύσει βαθιά στην αυλή, παρά την αντίδραση προφητών όπως ο Ηλίας– και για μερικές στρατιωτικές ήττες εκδηλώθηκε με τη συνωμοσία ενός άλλου στρατηγού, του Ιού (842-815 π.Χ.), ο οποίος σκότωσε όλα τα μέλη του βασιλικού οίκου και κατέλαβε τον θρόνο. Την περίοδο της βασιλείας του Ιού το Ισραήλ γνώρισε τέτοια παρακμή ώστε έγινε κράτος υποτελές στον βασιλιά της Δαμασκού, Αζαήλ. Εκείνος που ανέκτησε πάλι την ανεξαρτησία ήταν ο Ιωάς (801-786 π.Χ.), ο οποίος νίκησε επανειλημμένα τους Αραμαίους και διεύρυνε την εξουσία του και στο βασίλειο του Ιούδα, με την εκπόρθηση της Ιερουσαλήμ. Η ανόρθωση του Ισραήλ συνεχίστηκε κατά τη βασιλεία του Ιεροβοάμ Β’ (786-746 π.Χ.). Επρόκειτο όμως για μία εφήμερη ανόρθωση, που υπονομευόταν από τη δυσαρέσκεια του πληθυσμού εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής ανισότητας και από τους υπερασπιστές της γιαχβιστικής ορθοδοξίας εναντίον της θρησκευτικής πολιτικής της αυλής. Έκφραση όλου αυτού του κλίματος δυσαρέσκειας αποτελούν οι προφητείες του Αμώς και του Ωσηέ. Η κατάρρευση όμως του κράτους οφειλόταν στην άνοδο της δύναμης της Ασσυρίας. Οι Ισραηλίτες βασιλιάδες προσπάθησαν να αντισταθούν πολεμώντας, ιδιαίτερα εναντίον του Φακεέ, και συμμαχώντας με τους Αραμαίους της Δαμασκού κατά του κοινού εχθρού. Αλλά οι Ασσύριοι περιόρισαν πρώτα το Ισραήλ σε κράτος υποτελές με τον Τεγκλάθ-Φαλασάρ Γ’ και ύστερα κατέλαβαν τη Σαμάρεια και μετέτρεψαν το έδαφος σε επαρχίες της αυτοκρατορίας τους (722 π.Χ.) με τον Σαλμανασέρ Ε’. Αντίθετα με το Ισραήλ, το βασίλειο του Ιούδα χαρακτηριζόταν, τουλάχιστον σε επίσημο επίπεδο, από τη θέρμη της λατρείας του Γιαχβέ, που είχε για κέντρο της τον Ναό της Ιερουσαλήμ. Η στρατιωτική και πολιτική δύναμη του κράτους υπήρξε όμως αρκετά περιορισμένη και το βασίλειο του Ιούδα αναγκάστηκε να έχει για πολύ καιρό το κέντρο βαρύτητάς του στην τροχιά του Ισραήλ ή των Αραμαίων της Δαμασκού. Μόνο όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Αζαρίας (783-742 π.Χ.), το βασίλειο του Ιούδα ανέκτησε πλήρη ελευθερία δράσης και μπόρεσε να αντισταθεί ισχυρά στους Ασσυρίους, που είχαν κάνει αισθητή την απειλή προέλασής τους. Αργότερα όμως οι βασιλιάδες του Ιούδα προτίμησαν να υιοθετήσουν απέναντι στους Ασσυρίους πολιτική υποταγής, διακηρύσσοντας την υποτέλειά τους και κατορθώνοντας έτσι να διατηρήσουν τον θρόνο τους. Ο Εζεκίας (715-687 π.Χ.) προσπάθησε να ανακτήσει την ανεξαρτησία του, αφού βασίστηκε στη βοήθεια των Αιγυπτίων και στις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν οι Ασσύριοι. Σταμάτησε έτσι να πληρώνει φόρο υποτελείας και άρχισε να αναδιοργανώνει οικονομικά και στρατιωτικά το κράτος, επιβάλλοντας ταυτόχρονα και θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ο βασιλιάς της Ασσυρίας όμως, Σεναχερίμπ, δεν άργησε να επέμβει στην Παλαιστίνη και πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ. Η πόλη αντιστάθηκε, αλλά το έδαφος του κράτους περιορίστηκε σε έκταση και έγινε ξανά υποτελές στους Ασσυρίους. Όταν σε λίγο η Ασσυριακή αυτοκρατορία κατέρρευσε ύστερα από τα πλήγματα των Μήδων και των Βαβυλωνίων, ο βασιλιάς του Ιούδα, Ιωσίας (640-609 π.Χ.), ανέκτησε πλήρη ανεξαρτησία και εφάρμοσε πολιτική εθνικής ανόρθωσης, προσαρτώντας τα εδάφη του παλαιού κράτους του Ισραήλ και επιβάλλοντας δραστική θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ήταν, όμως, μία σύντομη παρένθεση: στην Παλαιστίνη επικράτησαν πρώτα οι Αιγύπτιοι, που νίκησαν τον Ιωσία, και ύστερα οι Βαβυλώνιοι, που κυρίευσαν δύο φορές την Ιερουσαλήμ και περιορίστηκαν αρχικά να μετατρέψουν το βασίλειο σε υποτελές κράτος. Ύστερα, όμως, έκαψαν τον Ναό του Σολομώντα, εκτόπισαν από τη χώρα τον πληθυσμό και προσάρτησαν όλο το έδαφος. Η βαβυλώνια αιχμαλωσία, όπως είναι γνωστή, δεν κράτησε πολύ. Όταν καταλύθηκε η Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία από τον Κύρο, ο Πέρσης βασιλιάς εξέδωσε διάταγμα που επέτρεπε την ανοικοδόμηση του Ναού της Ιερουσαλήμ και την επιστροφή του εβραϊκού πληθυσμού στην πατρίδα του. Αυτή έγινε σιγά-σιγά και δεν υπήρξε ολοκληρωτική. Έτσι γύρω από τον Ναό, ο οποίος ανοικοδομήθηκε, αναφάνηκε πάλι η εβραϊκή κοινότητα, που, μην μπορώντας να έχει πολιτική αυτονομία, διαμορφώθηκε σε θρησκευτική κοινότητα. Με την κατάρρευση της Περσικής αυτοκρατορίας, όταν η Παλαιστίνη περιήλθε υπό τον έλεγχο των ελληνιστικών βασιλείων, η εβραϊκή κοινότητα της Ιερουσαλήμ υποτάχθηκε πρώτα στους Πτολεμαίους και ύστερα στους Σελευκίδες. Η πορεία όμως του εξελληνισμού της Ανατολής συνάντησε στην Παλαιστίνη αξιοσημείωτη αντίσταση και, όταν ο Αντίοχος Δ’ προσπάθησε να εμποδίσει με τη βία τη λατρεία του Γιαχβέ, οι Ε. εξεγέρθηκαν με ηγέτη τον Ιούδα Μακκαβαίο, της οικογένειας των Ασμοναίων, και κατόρθωσαν να νικήσουν και να αποκτήσουν την ελευθερία της λατρείας. Οι διάδοχοι του Ιούδα, αδελφοί του Ιωνάθαν και Σίμωνα, συνέχισαν τον αγώνα κατά των Σελευκιδών και πέτυχαν πλήρη ανεξαρτησία. Ο Σίμων έγινε βασιλιάς των Ιουδαίων (142 π.Χ.) και η δυναστεία του βασίλευσε περίπου έναν αιώνα, ωσότου ο Πομπήιος, με αφορμή τις εσωτερικές διχόνοιες του βασιλείου του Ιούδα (που λεγόταν τότε Ιουδαία), επενέβη με τον στρατό του και έκανε την Ιουδαία υποτελή στη Ρώμη. Η διαίρεση της περιοχής, με την πολιτική εξουσία μοιρασμένη μεταξύ των τοπικών βασιλιάδων (ανάμεσα στους οποίους και ο Ηρώδης) και των Ρωμαίων ανθυπάτων, υπήρξε αιτία συνεχών προστριβών και ταραχών, ώσπου μία πιο σοβαρή εξέγερση προκάλεσε την αποφασιστική επέμβαση των Ρωμαίων, που τερματίστηκε με την κατάληψη και καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο (70 μ.Χ.). Ο εβραϊκός λαός έπαψε έτσι να αποτελεί αυτόνομη πολιτική οντότητα και διασκορπίστηκε σε όλο το έδαφος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου είχε ήδη αρχίσει να διασκορπίζεται κατά μικρούς πυρήνες (διασπορά), μεταφέροντας μαζί του τις πολιτιστικές παραδόσεις, τη γλώσσα και τη θρησκεία του. Οι Ε. κατόρθωσαν, έπειτα από αιώνες διασποράς, να αποκτήσουν κρατική οντότητα με τη δημιουργία του Ισραήλ (βλ. λ.). Το 1949 το Ισραήλ έγινε μέλος του ΟΗΕ.Τέχνη. Οι Ε. καλλιέργησαν ελάχιστα τις εικαστικές τέχνες, γιατί ήταν ασυμβίβαστες με τον τρόπο διαβίωσής τους και απαγορεύονταν από τις Γραφές. Στην Έξοδο (Κ, 4) αναφέρεται κατηγορηματικά: «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω, και όσα εν τη γη κάτω, και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης». Αν και η βιβλική διάταξη ανάγεται στον 8o αι. π.Χ., η κατάργηση της απεικόνισης έμψυχων όντων στους ναούς άρχισε να ισχύει με κάποια αυστηρότητα από τον 1o αι. π.Χ. και από τότε σταμάτησε σχεδόν εντελώς κάθε εβραϊκή έκφραση πλαστικής και αναπαραστατικής τέχνης. Μόνο η αρχιτεκτονική των ναών (συναγωγών) συνέχισε την εξέλιξή της και διατήρησε, αν και χωρίς να δημιουργεί μνημειακά έργα, την ιδιότυπη φυσιογνωμία της, που είχε επιβληθεί από τη θρησκεία και είχε προσαρμοστεί απόλυτα στις απαιτήσεις της λατρείας του Θεού (Λευιτικόν α’ κ.εξ.). Γνωρίζοντας την οικοδομική τέχνη των Αιγυπτίων, οι Ε. χρησιμοποίησαν, όπως και εκείνοι, λαξευμένους λίθους (τους οποίους επικάλυπταν συνήθως με ξύλο κέδρου), αλλά περιφρόνησαν τη χρήση των πλίνθων, ίσως επειδή δεν διέθεταν καλής ποιότητας άργιλο ή επειδή ένιωθαν αποστροφή για αυτό το είδος εργασίας που τους είχε επιβληθεί την εποχή της παραμονής τους στην Αίγυπτο. Το πιο φημισμένο αρχιτεκτονικό έργο των Ε., γνωστό από τις περιγραφές της Βίβλου (Βασιλειών Α’ και Ιεζεκιήλ), ήταν ο Ναός του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ που χρονολογείται από τον 10ο αι. π.Χ. · ορθογώνιος, χωρίς περιστύλιο, πλαισιωμένος στις τρεις πλευρές από ένα τριώροφο κτίριο χωρισμένο σε κελιά, ο επιβλητικός αυτός ναός με τις απλές γραμμές έμοιαζε με αιγυπτιακό. Ο Ναός του Σολομώντα, μετά την καταστροφή του από τον Ναβουχοδονόσορ και την ανοικοδόμησή του, καταστράφηκε ανεπανόρθωτα από τον Τίτο το 70 μ.Χ. Άλλο επιβλητικό κτίριο ήταν το ανάκτορο του Σολομώντα στη Σιών, σε ρυθμό αιγυπτιακό, με τετρακλινή στέγη ελληνικής επίδρασης. Είχε επένδυση και κίονες από ξύλο κέδρου και πλαστικό διάκοσμο με φυτικά μοτίβα ελιάς, αμπέλου, ροδιάς κ.ά. Ο θρόνος του Σολομώντα μέσα στο ανάκτορο ήταν στολισμένος με δύο λιοντάρια και έναν μικρό ταύρο. Παρά τη σχετική απαγόρευση των Γραφών, οι Ε. δεν απαρνήθηκαν ποτέ το διακοσμητικό θέαμα των λιονταριών και το χρησιμοποιούσαν συχνά στις συναγωγές και στα ιδιωτικά μέγαρα. Παράλληλα, εκτός από άνθη, απεικόνιζαν πουλιά, επτάφωτες λυχνίες (μενοράχ) που έγιναν το επίσημο σύμβολο των Ε. της διασποράς, και το εξάλφαεξάγραμμα (δύο συμπλεκόμενα τρίγωνα), σύμβολο της ασπίδας του Δαβίδ (μαγκέμΔαβίδ). Κανένα άλλο οικοδόμημα δεν διέθετε τον πλούτο και το μεγαλείο του ναού και του ανακτόρου του Σολομώντα. Δύο άλλες συναγωγές παρουσιάζουν εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον, γιατί αποδεικνύουν την επίδραση της εβραϊκής τέχνης στην ανάπτυξη της χριστιανικής: η συναγωγή της Κανά στη Γαλιλαία και η συναγωγή των Δούρων-Εύρωπου στις όχθες του Ευφράτη. Η αναστηλωμένη συναγωγή της Κανά έχει μία διακοσμητική ζωφόρο με την παράσταση της Κιβωτού της Διαθήκης, όπου φαίνεται καθαρά η επίδραση του υστεροελληνιστικού μπαρόκ στην Παλαιστίνη. Ωστόσο, ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει το σχήμα του κτιρίου σε ρυθμό βασιλικής, που επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη της χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Η συναγωγή των Δούρων-Εύρωπου είναι εξίσου σπουδαία. Οι βιβλικές σκηνές των τοίχων της, οι οποίες κατά μυστηριώδη τρόπο διασώθηκαν από την ομαδική καταστροφή που έκαναν οι ίδιοι οι Εβραίοι τον 5ο αι. μ.Χ. σε όλες τις αναπαραστατικές διακοσμήσεις των ναών τους, επηρέασαν την ανατολική χριστιανική εικονογραφία. Από τα ταφικά μνημεία των Ε., γνωστότερα είναι τα επονομαζόμενα των βασιλέων του Ιούδα, με κίονες δωρικού ρυθμού και διακοσμητικά επιθέματα, και οι τάφοι του Αβεσσαλώμ και του Ζαχαρία στην Κοιλάδα του Ιωσαφάτ, κράματα δωρικού και ιωνικού ρυθμού με αιγυπτιακά γείσα. Η χρυσοχοΐα ήταν ένας άλλος τομέας στον οποίο παρουσίασαν αξιόλογες επιδόσεις οι Ε. Ήταν εξαίρετοι τεχνίτες, ικανότατοι στην κατεργασία του χρυσού και του αργύρου και στα δεσίματα με χρυσό των πολύτιμων λίθων, όπως εκείνοι που στόλιζαν κατά την παράδοση το λαμπρό ιερατικό ένδυμα του Ααρών. Οι Ε. καλλιέργησαν και τη μικρογραφία. Είναι φημισμένη η Βίβλος του Κένικοτ, όπου τα πολύχρωμα διακοσμητικά μοτίβα συνδυάζονται με μικρογραφίες του βασιλιά Δαβίδ, του Ιωανάθαν και του Βαλαάμ φιλοτεχνημένες με εξαιρετική ευαισθησία. Γλώσσα. Η εβραϊκή είναι σήμερα η επίσημη γλώσσα του κράτους του Ισραήλ. Ανήκει στη δυτική ομάδα των σημιτικών γλωσσών και ιδιαίτερα στη βορειοδυτική σημιτική. Η αρχαιότερη ονομασία της γλώσσας είναι γιεχουδίθ, δηλαδή ιουδαϊκή. Στη μεταβιβλική εβραϊκή ο συνηθισμένος όρος είναι λεσόν χακοδές (ιερή γλώσσα). Ο όρος ιβρίθ, που εισήγαγαν οι ραβίνοι της Παλαιστίνης, αναφαίνεται μόνο από τον 2o αι. π.Χ. Από την εβραϊκή, η ονομασία πέρασε στην αραμαϊκή με τη μορφή ιβρεΐ, στην ελληνική εβραίος και στη λατινική hebraeus. Τα αρχαιότερα εβραϊκά κείμενα χρονολογούνται περίπου από τον 10o αι. π.Χ. Πρόκειται για βιβλικές περικοπές όπως το Άσμα της Δεβώρας στο Βιβλίο των Κριτών, πριν από το 1000, ή για κάπως μεταγενέστερες επιγραφές. Στην εβραϊκή γράφτηκαν τα ιερά κείμενα των Ε., δηλαδή τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά τον 6ο αι., με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τη βαβυλώνια αιχμαλωσία, η εβραϊκή άρχισε να παρακμάζει ως ομιλούμενη γλώσσα. Στη θέση της, αντίθετα, άρχισε να διαδίδεται μία άλλη βορειοδυτική σημιτική γλώσσα, η αραμαϊκή, που ήταν η καθομιλουμένη στην Παλαιστίνη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ο Ιησούς και οι μαθητές του μιλούσαν την παλαιστινιακή αραμαϊκή. Παρ’ όλα αυτά, η εβραϊκή εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως φιλολογική και θρησκευτική γλώσσα και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και σε αυτή γράφτηκε η διδασκαλία Μισνά, σύνολο δικανικοθρησκευτικών κανόνων, οι οποίοι τότε μεταβιβάζονταν προφορικά. Η εβραϊκή, που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή, χαρακτηρίζεται συνήθως ως μεταβιβλική. Η χρήση της ελληνικής αρχικά και της αραβικής αργότερα, καθώς και η διασπορά των Ε. στον ρωμαϊκό και στον μεσαιωνικό κόσμο, τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την εβραϊκή ως κοινό μέσο επικοινωνίας. Τη διατήρησαν, ωστόσο, ως θρησκευτική γλώσσα οι ραβίνοι, παρά την πάροδο των αιώνων και τους διωγμούς. Όταν μετά τον μεγάλο διωγμό από τους ναζί και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ανασυστήθηκε στην Παλαιστίνη το κράτος του Ισραήλ, οι Ε., που συγκεντρώθηκαν από όλα τα μέρη του κόσμου, είχαν στην πλειονότητά τους ως μητρικές, γλώσσες διαφορετικές από την εβραϊκή. Μετά την οργάνωση του νέου κράτους, το πρόβλημα μίας κοινής και επίσημης γλώσσας λύθηκε με την εκλογή της αρχαίας βιβλικής γλώσσας, η οποία όμως πλουτίστηκε, κυρίως ως προς το λεξιλόγιο, και έτσι μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει ως νεοεβραϊκή γλώσσα. Λογοτεχνία. Οι Ε. ονομάζονται αλλιώς ο λαός της Βίβλου, δηλαδή του κυρίως βιβλίου. Από τις πρώτες σελίδες της Γένεσης, όπου κάθε στίχος χαράζει και από μία στιγμή του μεγαλειώδους έργου της δημιουργίας, έως τα τελευταία οράματα της Αποκάλυψης, η Βίβλος προσφέρει ολόκληρη κλίμακα λογοτεχνικών αξιών και ειδών, στα οποία η εβραϊκή γλώσσα επιδεικνύει όλες τις ικανότητές της. Αυτά τα πρώτα κείμενα της εβραϊκής φιλολογίας έχουν ως κέντρο την κοσμογονία και την αφήγηση της ζωής των πατριαρχών· σε αυτά ο συγγραφέας εκφράζεται με μία εξαιρετική πρωτοτυπία, σαφήνεια και απλότητα. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας θα είχε υπόψη του μία παράδοση απαλλαγμένη από νόθα στοιχεία και αποκρυσταλλωμένη σε μία ρέουσα αφήγηση. Αυτό, μάλιστα, συμβαίνει χωρίς να αλλοιώνεται η ευαισθησία του καλλιτέχνη, καθώς οι αφηγήσεις για τον Αβραάμ, τον Ιακώβ και τον Ιωσήφ είναι πλούσιες σε αποχρώσεις, στις οποίες ο συγγραφέας χρησιμοποιεί όλα τα μέσα της τέχνης του. Μία περίοδος μεγάλης ακμής της εβραϊκής φιλολογίας αρχίζει από τον 5ο αι. π.Χ. και συνεχίζεται έως περίπου το 100 μ.Χ. Το μεγαλύτερο φιλολογικό μνημείο εκείνης της εποχής είναι το Βιβλίο του Ιώβ, μία «θεοδικία υπό μορφή δραματικού ποιήματος». Κατά τον 5ο αι. κάνει επίσης την εμφάνισή της η γνωμική ποίηση, που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά την επόμενη περίοδο. Πρόκειται για αφορισμούς χρήσιμους στον πρακτικό βίο, ρητά σοφών, οι οποίοι δεν προσφέρουν μία φιλοσοφική θεωρία, αλλά ένα σύνολο πρακτικών γνωμικών, βεβαιώνοντας πως η ηθική και ο φόβος του Θεού αποτελούν το θεμέλιο της σοφίας. Ορισμένοι από τους συγγραφείς αυτούς έφτασαν από τη σοφία του ανθρώπου έως τη σοφία του Θεού (Παροιμίαι, κεφ. η’, Ιώβ, κεφ. κη’, Σοφία Σειράχ, κεφ. κδ’, Σοφία Σολομώντος, κεφ. ζ’), ενώ ο Φίλων ο Ιουδαίος, ο Αλεξανδρεύς, κύριος εκπρόσωπος της ελληνοϊουδαϊκής φιλοσοφίας, καθόρισε τη σοφία ως τον «μεσίτη» μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Από τον 3o αι. π.Χ. κυκλοφορούσε ανάμεσα στους Ε. μία σημαντική λαϊκή θρησκευτική φιλολογία: τα Βιβλία της Eσθήρ, της Ρουθ, της Ιουδίθ, το Γ’ Βιβλίο των Μακκαβαίων και το Βιβλίο του Τωβίτ. Όμως, τη σπουδαιότερη παραγωγή αποτελούσαν τα αποκαλυπτικά έργα, τα οποία αφορούσαν το τέλος εκείνου του αιώνα. Το είδος αυτό ήταν μια συνέχεια της αρχαίας προφητείας και ένα τεκμήριο για την κρίση που έμελλε να συμβεί και την προσδοκία των μεσσιανικών χρόνων. Ένα από τα αρχαιότερα αποκαλυπτικά αυτά έργα είναι το Βιβλίο του Δανιήλ, που αποτέλεσε το υπόδειγμα άλλων μεταγενέστερων αποκαλύψεων. Μετά την καταστροφή του Ναού (70 μ.Χ.) και τον διασκορπισμό του ιερατείου, οι ραβίνοι έδωσαν την πηγή φιλολογικής έμπνευσης. Με βάση τη διδασκαλία τους δημιουργήθηκε μία φιλολογία με αποφθεγματικό χαρακτήρα και μία άλλη με ομιλητικό-αφηγηματικό. Την πρώτη αποτελούσε η Μισνά και μία συλλογή προσθηκών (τοσεφτά), που αντικατοπτρίζουν την προφορική παράδοση και τα έθιμα των Ε. Οι μελέτες που είχαν για θέμα τη Μισνά έχουν συγκεντρωθεί στο Ταλμούδ, το μεγάλο αυτό μνημείο της ραβινικής φιλολογίας. Όπως και στην Παλαιά Διαθήκη, φιλοσοφικά θέματα υπάρχουν και σε αυτά τα κείμενα, αλλά αντιμετωπίζονται και λύνονται μόνο σε θεολογικό πεδίο. Μία πρώτη παρουσία του φιλοσοφικού πνεύματος με ορθολογικό χαρακτήρα παρατηρείται μόνο κατά την επαφή με τον μουσουλμανικό κόσμο: ο Σααδία (882-942), υπό την επίδραση της αραβικής σκέψης, προσπαθεί να πετύχει τη συμφωνία λογικής και αποκάλυψης. Στο μεταξύ η εβραϊκή σκέψη διαποτίζεται όλο και περισσότερο από τον Αριστοτέλη· ο διασημότερος εκπρόσωπος της τάσης αυτής είναι ο Μαϊμονίδης (εξελληνισμένο όνομα του Μοσέ μπεν Μαϊμόν, 1135-1204), στον οποίο οφείλουμε, ανάμεσα στα άλλα έργα, και τον Οδηγό των αναποφάσιστων (Νταλαλάτ αλ Χαϊρίν), είδος ιουδαϊκής θεολογικής σύνοψης. Τις νεοπλατωνικές τάσεις εκπροσωπεί, κατά τον 11ο αι., ο Σολομών ιμπν Γκαμπιρόλ της Μάλαγα, ο οποίος όμως είχε κάπως απομονωθεί από το εβραϊκό περιβάλλον και άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στον χριστιανικό. Ο Ιούδας χα-Λεβί (περ. 1090-1150) του Τολέδο έγραψε ποιητικά έργα με βαθύ θρησκευτικό αίσθημα. Παράλληλα με το φιλοσοφικό ρεύμα αναπτύχθηκε και το μυστικιστικό, που συνδέεται με το παραδοσιακό και πλουτίστηκε με διάφορα στοιχεία, ανάμεσα στα οποία και φραγκισκανικά. Η χρυσή περίοδος, όμως, του μυστικισμού ταυτίζεται με την περίοδο της Καββάλα και συνεχίστηκε ύστερα με κινήματα λίγο ή πολύ ορθόδοξα. Έναν σπουδαίο σταθμό στην εβραϊκή φιλολογική ζωή έδωσε το διαφωτιστικό κίνημα που συνδέεται με το όνομα του Μωυσή Μέντελσον, ο οποίος άνοιξε την εβραϊκή φιλολογία στη θύραθεν παιδεία και διακρίθηκε και στον πολιτικό τομέα, υπερασπιζόμενος την πολιτική χειραφέτηση των Ε. Μεταξύ του τέλους του 18ου αι. και των αρχών του επόμενου, οι Ναχμάν Κρόχμαν (1785-1840), Σολομών Ιούδα Ραποπόρτ (1790-1868) και Λέοπολντ Τσουντς (1794-1886) ανύψωσαν τις εβραϊκές σπουδές σε ένα καθαρά επιστημονικό επίπεδο. Το ρομαντικό κίνημα συμμάχησε με τον Διαφωτισμό εναντίον των ραβίνων, οι οποίοι ήταν υπέρμαχοι της καθαρής παράδοσης. Τότε γεννήθηκε το εβραϊκό μυθιστόρημα, του οποίου δημιουργός θεωρείται ο Αβραάμ Μαπού (1808-1867), ο κυριότερος εκπρόσωπος του νέου πνεύματος, που κατέληξε στην άρνηση της θρησκείας. Μεγάλο τμήμα της φιλολογίας αυτής είναι γραμμένο στη γλώσσα γίντις. Η γίντις, που διαδόθηκε σε όλη την ανατολική Ευρώπη, είναι λαϊκή διάλεκτος, η οποία, από τον 18o αι., απέκτησε επίπεδο φιλολογικής γλώσσας και σε αυτή γράφτηκαν έργα ανωτέρου επιπέδου και σύγχρονου πνεύματος. Αργότερα όμως παρήκμασε, γιατί οι συγγραφείς επέστρεψαν στην εβραϊκή, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον σχηματισμό μίας σύγχρονης εβραϊκής γλώσσας. Η μεγαλύτερη συμβολή σε αυτή τη γλωσσική ανανέωση οφείλεται στον Ελιέζερ μπεν Γιεχουδά (1858-1922), με το έργο του Thesaurustotius herbraitatis και τις προσπάθειές του να πείσει τους συμπατριώτες του να χρησιμοποιούν την εβραϊκή αντί της γίντις. Η γενιά που γεννήθηκε στην Παλαιστίνη αναζητούσε στη Βίβλο την κυριότερη πνευματική και πολιτιστική της μορφή και έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ιστορική, φιλολογική και ερμηνευτική παραγωγή. Η φιλολογική παραγωγή αντικατοπτρίζει το ηρωικό κλίμα από το οποίο αναδύθηκε το κράτος του Ισραήλ. Από τους ηγέτες των νεότερων συγγραφέων είναι ο Μωυσής Σαμίρ, συγγραφέας του πιο γνωστού μυθιστορήματος στο Ισραήλ Αυτός περπατούσε στους κάμπους, στο οποίο περιγράφεται η ζωή σε ένα κιμπούτς και εξυμνείται η θυσία για την ελευθερία της χώρας. Ο Γιζχάρ στα μυθιστορήματά του και ο Γιγκαέλ Μόσινσον στα θεατρικά έργα και στα μυθιστορήματά του περιγράφουν τον αγώνα των πρωτοπόρων εντρυφώντας συχνά στην εξέταση δραματικών ψυχολογικών καταστάσεων. Στην ποίηση η ήσυχη και νοσταλγική έμπνευση του Ισαάκ Σαλέβ έρχεται σε αντίθεση με τον μυστικιστικό τόνο του Χαγίμ Γκόρι. Ωστόσο, ανάμεσα στα παραδοσιακά μοτίβα και στους νέους τόνους η σύγχρονη εβραϊκή λογοτεχνία αναζητά ακόμα τον δρόμο της. Κατά το πρώτο μισό του 20ού αι., αντιπροσωπευτική του φλογερού εβραϊκού πνεύματος είναι η ποίηση του Χαγίμ Ναχμάν Μπιαλίκ (1873-1934), ο οποίος έζησε στην Πολωνία και ύστερα στην Παλαιστίνη και ένιωσε κατά τρόπο δραματικό την εξάλειψη του εβραϊκού θρησκευτικού πνεύματος. Η ποίηση του Σαούλ Τσερνιχόφσκι (1875-1943) απομακρύνεται καθαρά από τη θρησκευτική ακαμψία και εκφράζει ένα γεμάτο θλίψη ενδιαφέρον για την ανθρωπότητα. Παγκόσμια απήχηση έχουν, εξάλλου, τα ονόματα των πεζογράφων Γιεχουδά Μπούρλα και Σαμουήλ Ιωσήφ Άγκνον (βραβείο Νόμπελ, 1966). Θέατρο. Κατά τους αρχαίους χρόνους, οι Ε. δεν γνώριζαν καμία μορφή σκηνικής τέχνης. Ωστόσο, και κατά την περίοδο της κατοχής της χώρας τους από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους δεν δημιούργησαν οτιδήποτε που να έχει σχέση με τη δραματική τέχνη. Μοναδική εξαίρεση είναι ένα δράμα στα ελληνικά, η Εξαγωγή, του Αλεξανδρινού Ιεζεκιήλ. Το πρώτο θεατρικό έργο που μας είναι γνωστό είναι Η κωμωδία του γάμου (περ. 1550) που γράφτηκε πιθανώς από τον Λεόνε Σόμο, ο οποίος έζησε στην Ιταλία. Κατά τον 17o αι. –κυρίως στην Ολλανδία– παρατηρείται άφθονη, αν και μέτρια, παραγωγή θεατρικών έργων που γράφτηκαν κατά μίμηση του ισπανικού θεάτρου: Μωυσής Ζακούτ (1625-1697), Ιωσήφ Πένσο δε λα Βέγα (1650-1692) κ.ά. Μόνο όμως κατά τον 18o αι. βρίσκουμε, πάλι στην Ιταλία, δύο άξιους διαδόχους του Σόμο: τον Μωυσή Χαγίμ Λουτσάτο (1707-1746), συγγραφέα του Οχυρού πύργου (1727), του πρώτου βουκολικού δράματος, και του αλληγορικού δράματος Στους δίκαιους ο έπαινος (1743), και τον Δαβίδ Φράνκο Μέντες (1713-1793). Ο δεύτερος οφείλει τη φήμη του στο βιβλικό δράμα Η τιμωρία της Γοθολίας (1766) και στο μελόδραμα Αιώνια αγάπη(1790). Κατά τον 19ο αι., στις διάφορες εβραϊκές κοινότητες της Ολλανδίας, της Βοημίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Πολωνίας και της Ρωσίας, η θεατρική παραγωγή είναι άχρωμη, μικρής αξίας και χωρίς πρωτοτυπία. Ανάμεσα στους αναρίθμητους συγγραφείς αλληγορικών ή εμπνευσμένων από τη Βίβλο δραμάτων αξίζει να αναφερθούν οι Ιωσήφ Εφράτι, Σολομών Κοέν και Μεΐρ Λέτερις, από τη Γερμανία και την Αυστρία. Με την πάροδο του χρόνου, η εβραϊκή γλώσσα αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από διαλέκτους, που είχαν δημιουργηθεί από στοιχεία τα οποία προέρχονταν από τις γλώσσες των διαφόρων χωρών ανάμεικτα με γραμματικούς τύπους καθαρά εβραϊκούς. Η πιο διαδεδομένη και πιο γνωστή από τις διαλέκτους αυτές, η εβραιογερμανική ή γίντις, ανέπτυξε τα καλύτερα από τα θεατρικά προϊόντα του εβραϊσμού. Στο μεταξύ, η θεατρική παραγωγή στην εβραϊκή γλώσσα, ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο πολυγραφότατος Γιεχουδά Λάιμπ Λάνταου κατά τις αρχές του 20ού αι., αρχίζει να ασχολείται με θέματα επικαιρότητας. Χάρη στο έργο των Γκνέσιν, Τσεμάχ κ.ά., το 1918 ιδρύθηκε στη Μόσχα, υπό την αιγίδα του Στανισλάφσκι και με τη διεύθυνση του διάσημου Βαχτάνγκοφ, το πρώτο μόνιμο θέατρο, το Χαμπιμά, που το 1931 μεταφέρθηκε οριστικά στο Τελ Αβίβ. Παράλληλα, στην Παλαιστίνη ιδρύθηκαν νέα θέατρα που ανέβαζαν έργα στην εβραϊκή γλώσσα, ανάμεσα στα οποία είναι το λυρικό Οχέλ (1925), το θέατρο κωμωδίας Ματατέ και, το 1942, το Θέατρο Δωματίου, έκφραση της νέας ισραηλινής γενιάς. Το κράτος του Ισραήλ έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάδειξη της θεατρικής ζωής του έθνους. Η θεατρική παραγωγή είναι πλούσια και ασχολείται με τα πιο ποικίλα θέματα, παρότι σπάνια ξεπερνά έναν κάποιο σχολαστικισμό. Αλλά ενώ το Χαμπιμά ακολουθεί ακόμα εξπρεσιονιστικές τάσεις, τυπικές άλλωστε της προέλευσής του, η διδασκαλία και η οργάνωση του νέου ισραηλινού θεάτρου τείνουν προς μία ζωντανή καλλιτεχνική και πνευματική ανανέωση. Από τους πρόσφατους συγγραφείς αναφέρουμε τους Σαούλ Τσερνιχόφσκι, Ματιτιαχού Σοντάμ, Μωυσή Σαρίρ, Γιγκαέλ Μόσινσον και Νάθαν Σαχάμ. Μουσική. Η μουσική ανέκαθεν έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στον πολιτισμό των Ε., και μάλιστα σε ό,τι αφορά τις λατρευτικές εκδηλώσεις. Σχετικές έρευνες απέδειξαν ότι η καταγωγή της εβραϊκής μουσικής ανάγεται στους αρχαίους Αιγυπτίους και Πέρσες, πράγμα άλλωστε που φαίνεται και από τις ονομασίες ορισμένων μουσικών οργάνων. Το κινόρ, για παράδειγμα, μία μικρή τριγωνική άρπα, έχει φοινικική προέλευση, ενώ μερικούς τύπους λαούτων με τρεις χορδές (σαλισίμ) πήραν οι Ε. από τους Αιγυπτίους, κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής αιχμαλωσίας. Στα πιο τυπικά εβραϊκά όργανα συγκαταλέγονται το κασούρ (τελειοποιημένος τύπος ασσυριακής λύρας) και το νεμπέλ, όργανο που παίζεται κρούοντας τις χορδές με τα δάχτυλα, αντίστοιχο με το αρχαίο ελληνικό ψαλτήριο. Από τα πνευστά όργανα τα πιο συνηθισμένα ήταν το σοφάρ και το γκερέν, που ήταν άγνωστα σε άλλους αρχαιότερους λαούς και τα οποία έμοιαζαν με σπειροειδή κέρατα κριαριού. Άλλα πνευστά όργανα, αντίστοιχα με τα σημερινά φλάουτα και σάλπιγγες, ήταν αιγυπτιακής προέλευσης. Σύνολα των οργάνων αυτών αποτελούσαν το κύριο στοιχείο των θριαμβευτικών εορτών, των πομπών και των διαφόρων λατρευτικών εκδηλώσεων μέσα στους ναούς. Η μουσική των Ε. ήταν μονοφωνική. Έτσι οι μουσικές εκδηλώσεις τους εμπλουτίζονταν με τον τονισμό του ρυθμού από τα κρουστά όργανα και με την ποικιλία των ηχοχρωμάτων. Η τελειοποίηση της τεχνικής τόσο των μουσικών οργάνων όσο και των φωνών είχε την ίδια σπουδαιότητα, ιδιαίτερα μάλιστα κατά την εποχή της βασιλείας του Δαβίδ, που συνήθιζε να συνοδεύει τις προσευχές του, τους ύμνους του και τα τραγούδια μετανοίας του με τους ήχους έγχορδων οργάνων. Σχετικά με τις μουσικές μορφές, δεν υπάρχουν πληροφορίες που να έχουν επιβεβαιωθεί ιστορικά. Ωστόσο, αν κρίνει κανείς από τα ποιητικά κείμενα, όπου συχνά οι ίδιες εικόνες αποδίδονται δύο φορές με διαφορετικά όμως λόγια, πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι και η μουσική που απέδιδαν τα κείμενα αυτά θα ήταν μελωδικά διαρθρωμένη με ανάλογο τρόπο. Το ίδιο δύσκολο είναι να καθοριστεί και μία κοινή, αρχική εβραϊκή μελωδία, όταν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι τα ιερά μέλη παρουσίαζαν διαφορές στις επιμέρους συναγωγές. Ωστόσο, η κοινή εβραϊκή καταγωγή διαπιστώνεται τόσο στο βυζαντινό όσο και στο γρηγοριανό εκκλησιαστικό μέλος, όπου ακόμα και σήμερα, και παρά τις βαθιές αλλαγές, μπορεί κανείς να διακρίνει την παράδοση της παλαιάς εβραϊκής μουσικής, η οποία προοριζόταν για τη λατρεία και το τραγούδι και συχνά συνυπήρχε και με τον χορό, όπως αφήνουν να διαφανεί οι παραστάσεις κρουστών οργάνων πάνω σε αρχαία μνημεία καθώς και οι σχετικές με τη μουσική περικοπές της Αγίας Γραφής. Σκηνή θεατρικής παράστασης στο Τελ Αβίβ. Η θεατρική ζωή στο Ισραήλ βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Δημόσια ανάγνωση του Βιβλίου του Νόμου (Τορά) από τους Χασιδείμ, Εβραίους μυστικιστές. Έκθεση στο Εβραϊκό Μουσείο της Φρανκφούρτης, με τίτλο «Οι Εβραίοι της Ελλάδας: 2.300 χρόνια ιστορίας και παράδοσης» (φωτ. ΑΠΕ). Τμήμα των ψηφιδωτών της συναγωγής της Μπεθ-Άλπα και Χεφριαζάχ στο Ισραήλ, με παράσταση ταύρου. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα της εβραϊκής τέχνης του 6ου αι. (Αρχαιολογικό Μουσείο, Ιερουσαλήμ). Το Τείχος των Θρήνων στην Ιερουσαλήμ· σε αυτό προσέρχονταν οι Εβραίοι για να προσευχηθούν, κατά την εποχή της ξένης κυριαρχίας. Ερείπια της συναγωγής της Καπερναούμ του 2ου αι. μ.Χ., σε ρυθμό τρίκλιτης ρωμαϊκής βασιλικής με κολόνες κορινθιακού ρυθμού. Η εβραϊκή επτάφωτη λυχνία, σύμβολο, κατά τον Ζαχαρία, των «Επτά οφθαλμών του Κυρίου». Ο κατακλυσμός του Νώε, σε μικρογραφία του 7ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι). Εβραίοι δούλοι στην Αίγυπτο, δείγμα ταφικής ζωγραφικής του 1900 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο). Ο Ιού, βασιλιάς του Ισραήλ, προσκυνά σε ένδειξη υποταγής τον Ασσύριο βασιλιά Σαλμανασάρ Β’ (12ος αι. π.Χ.). Λεπτομέρεια από οβελίσκο (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο). Σελίδα με περίτεχνες μικρογραφίες από μία εβραϊκή Βίβλο του 14ου αι. Προμετωπίδα ενός εβραϊκού λεξικού που είχε εκδοθεί στη Βενετία το 1587.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἑβραῖοι — Ἑβραῖος a Hebrew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γραμματείς — Εβραίοι ερμηνευτές του Μωσαϊκού Νόμου (Τορά),των οποίων το λειτούργημα στον ιουδαϊσμό είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος, δίπλα στο ιερατείο και στους προφήτες. Κατά τη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία διατήρησαν την ισραηλιτική θρησκευτικοφιλολογική παράδοση.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”